- αποκρουστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που προκαλεί αηδία, αντιπάθεια, φρίκη: Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν αποκρουστικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποκρουστικός — able to drive off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρουστικός — ή, ό (AM ἀποκρουστικός, ή, όν) [αποκρούω] νεοελλ. αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει 2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης … Dictionary of Greek
ἀποκρουστικά — ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc pl ἀποκρουστικά̱ , ἀποκρουστικός able to drive off fem nom/voc/acc dual ἀποκρουστικά̱ , ἀποκρουστικός able to drive off fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικώτερον — ἀποκρουστικός able to drive off adverbial comp ἀποκρουστικός able to drive off masc acc comp sg ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικῶν — ἀποκρουστικός able to drive off fem gen pl ἀποκρουστικός able to drive off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικόν — ἀποκρουστικός able to drive off masc acc sg ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικώτατα — ἀποκρουστικός able to drive off adverbial superl ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικαῖς — ἀποκρουστικός able to drive off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικαί — ἀποκρουστικός able to drive off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουστικοῖς — ἀποκρουστικός able to drive off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)